χρηστοφανής

χρηστοφανής
-ές, ΜΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση τού χρηστού, τού ηθικού, καλού και ενάρετου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -φανής (< φαίνω, -ομαι), πρβλ. μεγαλο-φανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”